ρωμαίικος — και ρωμέικος, η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεώτερους Έλληνες, στους Ρωμιούς («ρωμαίικο φιλότιμο») 2. (το ουδ. ως. ουσ.) το ρωμαίικο (συν. χλευαστικά) το νεώτερο ελληνικό έθνος 3. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωμαίικα α) η… … Dictionary of Greek
рюмка — производят из нем. Römer, Römerglas – то же; см. Мi. ЕW 279; Корш, Сб. Дринову 58; Преобр. I, 239. Относительно нем. слова см. Клюге Гётце 486; Фальк–Торп 935. Ср. др. русск. три чары ромеики, Духовн. грам. Дмитр. Донск., 1509 г. (Срезн. III,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Halva — Balkan style tahini based halva with pistachios Halva (or halawa, xalwo, haleweh, ħelwa, halvah, halava, helava, helva, halwa, halua, aluva, chalva, chałwa) refers to many types of dense, sweet confections, served across the Middle East, South… … Wikipedia
ρωμέικος — η, ο, Ν βλ. ρωμαίικος … Dictionary of Greek
ελληνικός, -ή — ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες, ρωμαίικος. 2. το θηλ. και ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., ελληνική, η, ελληνικά, τα η ελληνική γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)